- πτιττω
- πτίττωатт. = πτίσσω См. πτισσω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτίττω — πτίσσω winnow grain pres subj act 1st sg (attic) πτίσσω winnow grain pres ind act 1st sg (attic) πτίσσω , πτίσσω winnow grain aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με … Dictionary of Greek
πτύσσω — ΝΑ 1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔ δ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.) 2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαι σχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχές νεοελλ … Dictionary of Greek